- προλεταριακός
- -ή, -ό, Ν [προλετάριος]1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο προλεταριάτο ή στον προλετάριο («προλεταριακή συνείδηση»)2. φρ. α) «προλεταριακή λογοτεχνία» — όρος που χρησιμοποιείται για συγγραφείς και λογοτεχνικά έργα, κυρίως μυθιστορήματα και διηγήματα, τα οποία έχουν ως θέμα τη ζωή τών εργατών και άλλων φτωχών κοινωνικών στρωμάτωνβ) «προλεταριακός πολιτισμός» και «προλετκούλτ» — οργάνωση που ιδρύθηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1917 αλλά διαλύθηκε κατόπιν με σκοπό να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης μιας προλεταριακής τέχνης, απαλλαγμένης από κάθε κατάλοιπο τής αστικής παράδοσης, την οποία θα δημιουργούσαν οι προλετάριοι για τους προλετάριους.
Dictionary of Greek. 2013.